- ανακαθαίρω
- ἀνακαθαίρω (Α)Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώςΙΙ. μέσ.1. γίνομαι καθαρός, διαυγής2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι λόγον», διασαφηνίζω, εξηγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + καθαίρω.ΠΑΡ. ανακάθαρση (-ις), ανακαθαρτικόςνεοελλ.ανακαθαρτήρας (-ήρ)ανακαθαρτής].
Dictionary of Greek. 2013.